Χρήστος Κουλαξίζης

Σε είδα

Σε είδα στο αντικρινό μπαλκόνι. Τίναζες λευκά σεντόνια μ’ ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη, σαν να απολάμβανες με όλο σου το είναι αυτή την τόσο κοινότοπη στιγμή. Και μαζί με τα σεντόνια τινάζονταν κι οι μπούκλες σου – οι τέλειες, μαύρες μπούκλες σου! Σαν να φτιάχτηκες και να στολίστηκες, πριν δοθείς σε κοινή θέα εκεί, στο μπαλκονάκι. Πριν μας χαρίσεις μια στιγμή εφηβικού θαμπώματος, σαν το πρώτο καρδιοχτύπι, σαν τον έρωτα που δε θα ξαναρθεί.

Και δε σε ξέρω. Ούτε και θέλω να σε μάθω, γιατί ίσως αλλάξει αυτή η όμορφη εικόνα που έφτιαξα για σένα – μια εικόνα από άλλη εποχή, σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία. Σαν παλιά ψυχή σε νέο σώμα, που ταξίδεψε για λίγο πίσω, να σε βρει. Κι έπειτα πάγωσε ο χρόνος, ώστε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα να μοιάζουνε αιώνας, να σε χορτάσω αρκετά ώστε να σε κάνω λέξεις. Μια ακόμα ιστορία που θα γραφτεί, θα διαβαστεί, θα ξεχαστεί. Κι ο αθεράπευτος ρομαντισμός της θα ταξιδεύει στο σύμπαν, μέχρι να βρει απάγκιο σε κάποιον άλλον καταραμένο.